- φαλλοφόρια
- τα, ΝΑβλ. φαλληφόρια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλληφόρια — Έτσι ονομαζόταν η πομπή της οργιαστικής γιορτής των Kατ’ αγρούς Διονυσίων, που γινόταν με την ευκαιρία της χρήσης των νέων κρασιών. Στην αρχή της πομπής κάποιος από το πλήθος κρατούσε με κοντάρι έναν φαλλό, δηλαδή ένα δερμάτινο ομοίωμα αντρικού… … Dictionary of Greek
φαλλοβάχης — ὁ, Α ιερέας τού Βάκχου, ο οποίος ανέβαινε σε στύλο όμοιο με φαλλό κατά τα φαλλοφόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ἱππο βάτης] … Dictionary of Greek